- εκρουμανίζω
- 1. κάνω κάποιον Ρουμάνο ή να ενστερνισθεί την εθνικότητα ή τα ήθη τών Ρουμάνων2. (για λέξεις) ακολουθώ ή ρυθμίζω κατά το τυπικό τής ρουμανικής γλώσσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκρουμανίζω — εκρουμάνισα, εκρουμανίστηκα, ε κρουμανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε ρουμανικό ή ανθρώπους ξένης εθνικότητας σε Ρουμάνους: Η περιοχή εκρουμανίστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκρουμάνιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρουμανίζω … Dictionary of Greek
εκβουλγαρίζω — εκβουλγάρισα, εκβουλγαρίστηκα, εκβουλγαρισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε βουλγαρικό ή άτομα άλλης εθνικότητας τα κάνω Βούλγαρους (πρβλ. εξελληνίζω, εκρουμανίζω κτλ.). 2. μέσ. και παθ., εκβουλγαρίζομαι με τη θέλησή μου ή με τη βία γίνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)